-
1 залиться
ρ.σ.1. αρχίζω να ηχώ•залиться песней αρχίζω να τραγουδώ ή να κελαηδώ•
-на гармошке αρχίζω να παίζω τη φυσαρμόνικα.
2. αρχίζω να•залиться слезами αρχίζω να δακρύζω•
залиться смехом αρχίζω τα γέλια.
3. (απλ.) κατευθύνομαι, ξεκινώ•в Москву -люсь πάω για τη Μόσχα.
εκφρ.залиться соловьем – μιλώ υπέροχα, κελαηδώ. -
2 запеть
-
3 запевать
запев||атьнесов1. (начинать петь) ἀρχίζω νά τραγουδώ, ἀρχίζω νά ψάλλω·2. (исполнять запев) τραγουδώ σόλο στή χορωδία. -
4 заголосить
-лошу, -лосишьρ.σ.αρχίζω να τραγουδώ, να φωνάζω δυνατάβλ. κ. голосить. -
5 запевать
-
6 запеть
-пою, -поешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запетый, βρ: -пет, -а, -о ρ.σ.μ.1. παρατραγουδώ, καθιστώ ενοχλητικό, βαρετό, ανιαρό.2. αρχίζω να τραγουδώ, να ψάλλω.με τραβάει το τραγούδι. -
7 затянуть
затянуть 1-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затянутый, бр: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. σφίγγω• δένω•затянуть ремень σφίγγω το λουρί•
узлом δένω κόμπο•
затянуть петлю δένω θηλιά.
2. τεντώνω, τεζάρω.3. τραβώ μέσα, ρουφώ•болото -ло корову ο βάλτος κατάπιε την αγελάδα.
4. μτφ. τραβώ, παρασύρω, μπλέκω.5. καλύπτω, σκεπάζω με ελαφρύ στρώμα•тучи -ли небо τα σύννεφα σκέπασαν ελαφρά τον ουρανό•
пруд -ло тиной η δεξαμενή σκεπάστηκε με βόρβορο.
|| μτφ. επουλώνομαι, θρέφω, κλείνω•рану -ло η πληγή έκλεισε.
6. παρατραβώ, παρατείνω• καθυστερώ•затянуть дело παρατραβώ την υπόθεση•
затянуть игру παρατείνω το παιγνίδι.
7. σφίγγω τη βίδα.σφίγγομαι δένομαι• τεντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. || ρουφώ, τραβώ μέσα καπνό.затянуть 2ρ.σ.μ.αρχίζω να τραγουδώ.
См. также в других словарях:
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek
συναναβάλλομαι — Μ αρχίζω να ψάλλω μαζί κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναβάλλομαι «αρχίζω να παίζω μουσικό όργανο ή να τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
αναρραψωδώ — ἀναρραψῳδῶ ( έω) (Α) [ραψωδώ] αρχίζω πάλι να τραγουδώ σαν ραψωδός, να αφηγούμαι … Dictionary of Greek
εξάρχω — (AM ἐξάρχω [άρχω] κάνω αρχή, αρχίζω κάτι («Θέτις δ έξήρχε γόοιο», Ομ. Ιλ.) μσν. (η μτχ. εν. ως ουσ.) ὁ ἐξάρχων 1. αρχηγός, επικεφαλής, ηγεμόνας 2. τελετάρχης αρχ. 1. αποτείνω, απευθύνω («εἰ δὲ μ ὧδ ἀεὶ λόγους ἐξῆρχες», Σοφ.) 2. απαγγέλλω, εκφωνώ… … Dictionary of Greek